Το χωριό μου κάποτε έσφυζε από ζωή. Έτσι το θυμάμαι τη δεκαετία του 60 και του 70. Τρία καφενεία, πέντε μπακάλικα δύο κουρεία, τρία ξυλουργία, σιδηρουργείο, πεταλωτήριο. Οι αυλές γεμάτες γυναίκες να κάνουν εργόχειρα και ατέλειωτα κουτσομπολιά.
Οι άντρες στα καφενεία, πρέφα, τάβλι και κατά διαστήματα να πλακώνονται για τα πολιτικά. Και δεκάδες παιδιά να τριγυρίζουν στα σοκάκια παίζοντας με αυτοσχέδια παιγνίδια και κάνοντας διαολιές.
Στη γειτονιά υπήρχε ένα ρημαγμένο σπίτι με πεσμένη τη στέγη. Το λέγαμε “το κατάλυμα”. Οι ιδιοκτήτες του είχαν φύγει πολλά χρόνια, κανείς δεν το συντήρησε, ρήμαξε. Ήταν για μας τα παιδιά ένα από τα ορμητήρια μας στα διάφορα παιγνίδια. Εκεί είχαμε κατασκευάσει και το “καμίνι” ένα αυτοσχέδιο φουρνάκι από σπασμένο σταμνί και ψήναμε πατάτες.
Τώρα τα χωριά μας είναι γεμάτα καταλύματα. Ευτυχώς την περίοδο της ευμάρειας (με δανεικά) αρκετά σπίτια συντηρήθηκαν. Κάποια μάλιστα τα αγόρασαν ξένοι. Και βέβαια η απάντηση σ’ αυτούς που είναι καχύποπτοι, γιατί θα μας πάρουν τα σπίτια μας και τη γη μας είναι τόσο απλή :
Μαζί τους θα τα πάρουν στην Αγγλία η τη Γερμανία;
Οι εραστές του “τίποτα” και της ακινησίας προτιμούν να γίνουν καταλύματα.
Πόσο σοφοί ήταν οι παλιοί, πως διαμόρφωσαν τη ζωή τους προσαρμοζόμενοι στο περιβάλλον της περιοχής μας αλλά καλυτερεύοντας την υιοθετώντας σιγά σιγά ότι καινούργιο ερχόταν! (ηλεκτρισμός αυτοκίνητο αγροτικά μηχανήματα). Ο Κορνάρος αναφέρει στον Ερωτόκριτο:
“Όλα τα πλούτη κι οι αφεντιές σβήνουνε και χαλούσι
και μεταλλάσσουν, κι οι καιροί συχνιά τα ΚΑΤΑΛΟΥΣΙ,
μα η γνώση εκεί που βρίσκεται και τσ” ευγενιάς τα δώρα
ξάζου άλλο παρά βασιλειά, παρά χωριά και χώρα·
ουδ” ο τροχός δεν έχει εξάν, ως θέλει να γυρίσει,
τη γνώση και την αρετή ποτέ να ΚΑΤΑΛΥΣΕΙ ”
Αφιερωμένο στους φίλους μου οικο(παρα)λόγους και οικο(παρα)λογούντες, τους ακτιβιστές της συμφοράς τους θολοκουλτουριάρηδες και τους “εραστές του τίποτα”.
Ξέρω ότι θα παρεξηγηθώ και θα λοιδορηθώ αλλά ξέρω ότι ξέρετε ότι δεν αναφέρομαι σε όλους όσους έχουν οικολογικές ευαισθησίες η υπηρετούν τον πολιτισμό μας.
Κάποιοι θεωρούν τους εαυτούς τους “προοδευτικούς”.
Όμως προοδεύω σημαίνει εξελίσσομαι, πηγαίνω μπροστά όπως έκαναν οι πατεράδες και οι παππούδες μας, όπως το περιγράφει ο Κορνάρος.
Το να μένομε στάσιμοι λέγεται συντήρηση όπως τα τρόφιμα στο ψυγείο. Τέλεια αντιστροφή των όρων.
Οι αφεντιές λοιπόν σβήνουν και χαλούσι. Και μένουν καταλύματα.
Κάποτε το χωριό μου είχε πενήντα γαϊδουράκια. Το τελευταίο ψόφησε πριν 10 χρόνια.
Τα χωριά ερημώνουν οι νέοι φεύγουν, οι παλιοί πεθαίνουν.
Στην απογραφή του 2011 φαίνεται ότι όλα τα χωριά παρουσιάζουν μεγάλη μείωση πληθυσμού. Εξαιρείται η πόλη της Σητείας και ο Μακρύ-Γιαλός.
Και κάποιοι από μας, οι περισσότεροι βολεμένοι, αστοί, με τεχνοκρατικά επαγγέλματα, που φύγαμε και κάναμε σπουδές εκτός, θέλομε να παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν.
Μια ματιά στα χωριά μας, αλλά κυρίως μια ματιά στον καθρέφτη επιβάλλεται, Δεν υπάρχουν πια γαϊδουράκια, δεν υπάρχουν παιδιά στα σοκάκια, τα σπίτια γίνονται καταλύματα. Καταλύματα με την έννοια της διάλυσης και όχι ξενοδοχειακά καταλύματα (γιατί το ρήμα καταλύω έχει και την έννοια πάω κάπου να μείνω). Τέτοια ψάχνουν οι τουριστικοί πράκτορες να βρουν και δε βρίσκουν γιατί οι “προοδευτικοί” τα τορπίλισαν με όποιο τρόπο μπόρεσαν.
Οι γέροι και οι γριούλες που θα κρατήσουν την παράδοση είμαστε η γινόμαστε σιγά σιγά εμείς. Αλλά δεν μας αρέσει. Η ζωή στο χωριό είναι σκληρή. Οι διαόλοι θα πάρουνε το ξύλο που χει στην άκρη σίδερο έλεγε ο παππούς μου! Αγαπάμε τους προλετάριους, όντας οι ίδιοι αστοί, βολεμένοι και βέβαια καθοδηγητές!
ΝΙΚΟΣ ΛΑΝΤΖΑΝΑΚΗΣ