ΑΧΛΑΔΟΥΛΑΣ ΚΑΙ ΚΡΥΣΤΑΛΛΙΑ
Οικολογικοί
δενδροδιάλογοι
– Ζηλεύγω σου, αχλάδουλα, γιατί, όπου βρεις, φυτρώνεις
και δίχως χώμα και νερό τσοι κλώνους μεγαλώνεις.
Και στο σκουράφι να βρεθείς, στσι πέτρες, στα χαράκια
βλαστούς πετάς ολόδροσους, στσοι δέτες και στα ρυάκια.
Κι απού τα τρίσβαθα τση γης βρίσκεις νερό και πίνεις
στην κάψα του καλοκαιριού, τη δίψα σου να σβήνεις.
Αδέσποτη ήθελα κι εγώ να μουνε στα λαγκάδια
να παίζουνε τα φύλλα μου με τάνεμου τα χάδια.
– Είντα λογάται, κρυσταλλιά, εσύ να με ζηλεύγεις
κουβέντα για να γίνεται φαίνεται πως γυρεύγεις,
απου σε βαβαλίζουνε χειμώνα, καλοκαίρι
στ αφράτο χώμα το παχύ, στα χαμηλά τα μέρη,
απου βοράς, όντο φυσά, στσοι κλώνους και σφυρίζει
από κεια που σαι δεν περνά και πάντα πογυρίζει,
που χεις στη ρίζα το νερό και πίνεις και χορταίνεις
και σου ψικάζουν και τσ αθούς, τα απίδια σου να στένεις.
– Ανε με σκάφτει ο άθρωπος κι ανε με βαβαλίζει
φέρνει φαρμάκια και συχνά τσι ρίζες μου ποτίζει
και βάνει μου λιπάσματα, μα είντα μπορώ να κάνω,
τρώγω τα ξερανεγκασάς και τσιμουδιά δε βγάνω,
Κι άλλα πολλά ψακώματα βαστά και μου σκορπίζει
στσ αθούς, στα φύλλα, στσοι καρπούς και μου τα μαγαρίζει.
ενώ εσένα, αχλάδουλα, αρρώστια δε σε πιάνει,
γιατί ποτέ ο άθρωπος μαζί σου δεν τα βάνει.
Κι όποιο μιαρό τα φύλλα σου πάει να δικιμάσει
τσιμπίδες σου δωκε ο Θεός και δα
καλοπεράσει.
Τα απίδια μου ναι πράσινα κι όλα το ίδιο μπόι
και χρώματα δεν έχουνε κι η κάμπια δεν τα τρώει,
γιατί τα κόβγουν άγγουρα, εγώ προτού να σώσω
να τα γλυκάνω μιαολιά και να τα μεγαλώσω.
– Εδά έτσα που μου τα λες και τα ξαναξανοίγω
θαρρώ, καημένη κρυσταλλιά, πως έχεις δίκιο λίγο.
Εγώ, όπου κι ανε βρεθώ, καθόλου δε με γνοιάζει
δε τσι φοβούμαι τσι χιονιές, τσι κάψες και τ αγιάζι.
Με τσοι φτωχούς μου τσοι καρπούς, νυχτιές κι αποσπερίδες,
τρώνε πουλιά και μποντικοί κι αρκάλοι και ζουρίδες.
Με τσ απιδιές ο άθρωπος συχνά που με παντρεύγει
μαξούλια βγάνω μπόλικα κι ο κόσμος τα ζηλεύγει.
Κάνω κοντούλες ζουμερές, δροσάτα αμπελιτσόνια
απου μοσκομυρίζουνε ωσάν και τα κυδώνια.
Του στραβοδιού τα χρώματα που ξόμπλιασε η φύση
ζωγράφος δεν ευρέθηκε για να τα ζωγραφίσει.
Και όλοι τα λιμπίζουνται, μιαρά, πουλιά και άλλα
τση νύχτας πορπατούμενα, μικρά μα και μεγάλα.
Κι ο κακομοίρης ο λαγός τη νύχτα που γυρίζει
χάμαι όσοι δα πέσουνε, δεν τως τηνε χαρίζει.
Και τα πουλιά την ʼνοιξη συχνά με προτιμούνε
και χτίζουνε στσοι κλώνους μου φωλιές και τραγουδούνε.
Και τα γροικώ και χαίρομαι και τη χρονιά την άλλη
τα ανιμένω πώς και πώς να ξαναρθούνε πάλι.
Μανόλης Μιαουδάκης